μπουρνέλα

μπουρνέλα
η
ο καρπός τής μπουρνελιάς, το δαμάσκηνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. prunella < λατ. prunus < ελλ. προῦμνον «δαμάσκηνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπουρνελιά — και μπρουνελιά, η [μπουρνέλα] κοινή ονομασία τού οπωροφόρου δένδρου προύμνη, η δαμασκηνιά …   Dictionary of Greek

  • πουρνελιά — η, και πουρνέλο, το, Ν η μπουρνελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prunella (βλ. λ. μπουρνέλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”